φρούρημα

φρούρημα
-ήματος, τὸ, Α [φρουρῶ]
1. αυτό που φρουρείται, που φυλάσσεται
2. φρουρός, φύλακας («εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς καθίσταμαι», Αισχύλ.)
3. φρούρηση, φύλαξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φρούρημα — that which is watched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρούρημ' — φρούρημα , φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρήματα — φρούρημα that which is watched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέγγυος — α, ο / φερέγγυος, ον, ΝΜΑ αυτός που παρέχει ή μπορεί να δώσει εγγύηση, εχέγγυος, αξιόπιστος, αξιόχρεος (α. «φερέγγυος οφειλέτης» β. «Πολυφόντου βία, φερέγγυον φρούρημα», Αισχύλ.) αρχ. 1. ο άξιος ή ο ικανός να δώσει λόγο για κάτι 2. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”